- ἀρωματική
- ἀρωματικόςaromaticfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρωματικῇ — ἀρωματικός aromatic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιρόνη — Αρωματική μεθυλοκετόνη, του τύπου C13H20O, που ανήκει στην ομάδα των τερπενίων. Είναι υγρό, δεξιόστροφο, με ειδικό βάρος 0,939 gr/cm3 και παραλαμβάνεται από το αιθέριο έλαιο των ριζωμάτων του φυτού ίρις η φλωρεντινή, ύστερα από απόσταξη με… … Dictionary of Greek
μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
άμπαρ — ἄμπαρ, το κ. ἄμπαρις, η (Μ) αρωματική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. anbar «αρωματική ουσία». Ο τ. ἄμπαρις, αντί ἄμπαρ, είναι προϊόν μεταπλασμού τού ονόματος αναλογικά προς άλλα συνώνυμα ουσιαστικά (κάππαρις, βάκκαρις κ.ά.). Από το μσν. ἄμπαρις… … Dictionary of Greek
βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για … Dictionary of Greek
θειοφαίνιο — Ετεροκυκλική ένωση με τύπο C4H4S. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή βενζολίου, σημείο τήξης –38,30°C, θερμοκρασίας βρασμού 84,1°C, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Το θ. συνοδεύει το βενζόλιο στο προϊόν που λαμβάνεται από την… … Dictionary of Greek
καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με … Dictionary of Greek
μύρισμα — το (ΑΜ μύρισμα) [μυρίζω] (νεοελλ. μσν.) 1. η ενέργεια τού μυρίζω, το να μυρίζει κανείς 2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά 3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο μσν. 1. ευωδιαστό άνθος 2. άσχημη μυρωδιά 3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα τα μυρωδικά (μσν. αρχ.) αρωματική … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek